ἀνέφραντα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνέφραντα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀνέφραντα ἐπίρρ. Χίος ἀνάφραντα Χίος ἄφραντα Χίος

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνέφραντος.

Σημασιολογία

1) Ἀδεξίως: ᾎσμ. ᾽Ε᾽ σοῦ ᾽λεα, Μαρούκα μου, πέξα πέξα νά βγαίνῃς, τσ᾽ ἀνέφραντα ᾽ς τήν πατωσά ποτὲ μὴν κατηβαίνῃς; (πέξα = ἐπιδέξια, μὲ προσοχήν, πατωσὰ = πλατεῖα). β) ᾿Απροσέκτως: Ἔπεσε ἅφραντα κ᾽ ἐχτύπεσε. 2) Οὐχὶ κατ᾽ ἐπιθυμίαν, ἀλλ᾿ ἀντιξόως: ᾿Ανάφραντα μοῦ ’ρθε. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀνάποδα 10. 3) Ἀπροσδοκήτως: Ἀνέφραντα τό ’παθα. Συνών. ἀναπάντεχα, ἀνέλπιστα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/