ἀνέφραντος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνέφραντος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνέφραντος ἐπίθ. Χίος ἀνάφραντος Χίος - Λεξ. Πρω. ἀνήφραντος Βιθυν. (Προῦσ.) ἀνήφραdους Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἄφραντος Προπ. (᾿Αρτάκ. Πάνορμ.) - Λεξ. Πρω. ἄφραdος ’Αντικύθ. Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἀνεύφραντος Περὶ τῆς λ. ἰδ. Κ Ἄμαντ. ἐν Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 6 (1923) 108.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ τέρπων, ὁ μὴ εὐφραίνων ἢ ὁ προξενῶν ἀηδίαν, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων ᾿Αντικύθ. Βιθυν. (Προῦσ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κρήτ. Προπ. (᾿Αρτάκ. Πάνορμ.) Χίος - Λεξ. Πρω.: Πολλοὶ κιˬ ἀνήφραντοι Προῦσ. Ἄφραdο φαγεῖ Κρήτ. 2) Ὁ μὴ εὐχαριστοῦμενος Προπ. (᾿Αρτάκ. Πάνορμ.) Συνών. ἀνευχαρίστητος 1, ἀνευχάριστος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/