ἀνέψανος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνέψανος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνέψανος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀνάψανος Εὔβ. (Κονίστρ.) - Λεξ. Πρω. Αἰν. ἀνόψανος Εὔβ. (Κύμ.) ἄψανος Εὔβ. (Κονίστρ.) κ. ἀ. - Λεξ. Liddell Scott (λ. ἀνέψανος).
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀνέψανος = ὁ μὴ κατάλληλος πρὸς ἕψησιν τροφῶν.
Σημασιολογία
Ὁ δυσκόλως βράζων, ὁ δυσκόλως ψηνόμενος ἔνθ ἀν. : ᾿Ανόψανο μαγέρεμα Κύμ. Ἄψανος φάβας Κονίστρ. Ἄψανα φασούλιˬα Λεξ. Lidell Scott. Συνών. ἄβραστος Α1γ, δυσκολόβραστος, κακόβραστος, κακόψανος, κακόψητος, ἀντιθ. βραστερός, καλόβραστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA