ἀνήθικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνήθικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνήθικος ἐπιθ. λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερήτ. ἀ-καί τοῦ ἐπιθ. ἠθικός.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἔχων ἦθος χρηστόν, ὁ ρέπων εἰς ἀνόμους ἐρωτικὰς πράξεις: Γυναῖκα ἀνήθικη. Κορίτσι - παιδὶ ἀνήθικο. Συνων. ἀνάποδος Α 6, ἀντίθ. ἠθικός, τίμιος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA