ἄνηλιˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄνηλιˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄνηλιˬα ἐπίρρ. Κάρπ. Σύμ. ἄνηλα Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ. ἀ.) - Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Πρω. ἄνηλgιˬα Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. ἥλιˬος.

Σημασιολογία

Πρὶν ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος ἔνθ’ ἄν.: Ἄνηλα πιˬάσαμε τὴ bλύσι ᾿Απύρανθ. Ἄνηλα ἐσηκωθήκαμε αὐτόθ. Ἀνηλα ξεκινήσαμε ἀπὸ τὸ χωριˬό Λεξ. Πρω. Ἄνηλιˬα ᾿ρταμε Συμ. Ἄνηλgιˬα ἐσηκώστην Ρόδ. Συνών. ἀνήλιˬα, ἀνήλιˬαστα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/