ἀνήσκιˬωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνήσκιˬωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνήσκιˬωτος ἐπίθ. Πελοπν. (’Αρκαδ.) κ. ἀ. - Λεξ. Γαζ. (λ. ἀσκίαστος) Πρω. ἀήσκιˬωτος Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων. Σουδεν κ. ἀ.) - ΑΠαπαδιαμ. Φόνισσ. 6 - Λεξ. Αἰν. Πρω. ἀήσκιˬουτους Ἤπ. Θεσσ. (Ἀιβάν.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ. ἀ.) Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀήκιˬουτους Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ἡσκιˬωτός.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἔχων σκιάν, ὁ διαρκῶς ὑπὸ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου προσβαλλόμενος, ἄσκιος, ἐπὶ τόπου Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. κ. ἀ.) Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) - Λεξ. Γαζ. Πρω.: Οὕλου τοὺ καλουκαίρ' οὑ κήπους - ου μ᾽ εἶνι ἀήσκιˬουτους Αἰτωλ. 2) Ὁ μὴ παθὼν καθ’ ὕπνους ἐφιάλτην Μακεδ. 3) Ὁ ἐστερημένος χάριτος σωματικῆς, ἐξωτερικοῦ παραστήματος Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.) Θεσσ. (᾿Αιβάν.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σηλυβρ.) Πελοπν. (Σουδεν. κ. ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ. ἀ. - ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ’ ἀν. - Λεξ. Αἰν. Πρω. Τί ἀήσκιˬουτους ἄνθρουπους εἶν᾿ αὐτός .' Αἰτωλ. Πῆρι νιˬά ἀήσκιˬουτ’ ’ναῖκα αὐτόθ. 4) Ὁ ἐστερημένος ἐπιβολῆς, ὁ μὴ ἐμπνέων σεβασμὸν, ὑπόληψιν, ἄσημος Πελοπν. (Καλάβρυτ Λακων.) Πβ. ἀνήσκιˬος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA