ἀνήστευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνήστευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνήστευτος ἐπίθ. Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. ἀνήστιφτους Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀνέστευτος Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *νηστευτὸς < νηστεύω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ νηστεύσας ἔνθ’ἀν.: Μιτάλαβα ἀνήστιφτους φέτους Ζαγόρ. Ἀνέστευτος ἐκοινώντσεν Τραπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/