ἀνηφοριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνηφοριˬὰ
Τυπολογία
ἀνηφοριˬά ἡ, ἀνηφορία Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἀνηφορίγιˬα Πόντ. (Κερασ.) ἀνηφοριˬὰ σύνηθ. ἀ’φουριˬὰ Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀνηφόριˬα Λεξ. Δημητρ. ἀνεφορία Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ἀνεφορίγιˬα Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνήφορος.
Σημασιολογία
1) Ἀνωφέρεια, ἀνήφορος ἔνθ’ ἀν.: Παίρνω τὴν ἄνηφοριˬὰ πολλαχ. || ᾎσμ. Τὴν άνηφόριˬα σὺ νὰ πάς κ’ ἐγὼ ᾽ποκάτω νά ’μαι Λεξ. Δημητρ. - Ποίημ. Σὲ ψηλὲς ἀνηφοριˬὲς | σὰν κοτσύφι χύθηκα, κ᾽ ἔπεσα σὲ ρεματιˬὲς | καὶ λαγοκοιμήθηκα ΖΠαπαντων. ἐν ’Ανθολ. Η’Αποστολίδ. 336. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀνηφόρα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Μακεδ 2) Τὰ μακρὰν τῆς θαλάσσης κείμενα μέρη, τὰ μεσόγεια Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Τὴν ἄνοιξιν πάμε ᾽ς σὴν ἀνεφορίαν καὶ τὸν ειμων’κὸν ᾽ς σὴν κατεφορίαν Χαλδ. || Παροιμ. ᾽Σ σὴν΄ ἀνεφορίαν τό σύντεκνον ἀτ᾽ ᾽κ᾿ ἐγνωρίζ’ καὶ ’ς σὴν κατεφορίαν τὸ γάιδαρον (ἐπὶ τοῦ προσποιουμένου ἕνεκα συμφέροντος ἄγνοιαν προσώπων καὶ πραγμάτων) Τράπ. Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA