ἀνηφορίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνηφορίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀνηφορίδα ἡ, Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Σύμ. ἀνεφορίδα ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ. 24 (1912) 27

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνήφορος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδα.

Σημασιολογία

Τόπος ἀνάντης, ἀνωφερὴς ἔνθ’ ἀν. : Λαφάζει κἀνεὶς ν᾿ ἀνέβ' εὐτὴ dὴν ἀνηφορίδα (λαφάζει = λαχανιάζει) ᾿Απύρανθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/