ἀνήφορος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνήφορος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνήφορος ὁ, κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀνήφουρους βόρ. ἰδιώμ. ἀνήφορε Τσακων. ἀν᾿φόρος Πάρ. (Λεῦκ.) ἀνέφορος Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.) ἀνέφαρος Πόντ. (Κερασ. Νικόπ.) ἀνήφορον τό, Κύπρ. ἀνήφορο σύνηθ. ἀνέφορο Καλαβρ. (Μπόβ.)

Ετυμολογία

Τὸ μέσν. οὐσ. ἀνήφορος. Καὶ τὸ οὐδ. ἀνήφορον ὡσαύτως μεσν.

Σημασιολογία

Ὁδος ἢ τόπος ἀνωφερὴς ἔνθ’ ἀν. : ᾿Ανεβαίνω-βγαίνω-παίρνω τὸν ἀνήφορο κοιν. Κάνει τὸν ἀνήφορο (διευθύνεται πρὸς τὸν ἀνήφορον) Πελοπν. (Σουδεν. Τρίκκ.) ᾿Εντῶκεν ’ς σὸν ἀνέφορον (ἤρχισε ν᾿ ἀνέρχεται τὸν ἀνήφορον) Χαλδ. || Φρ. Πάει πότε τὸν ἀνήφορο, πότε τὸν κατήφορο (πότε καλυτερεύει, πότε χειροτερεύει. Συνών. φρ. πάει πότε την ἀναοῦσα καὶ πότε τὴν καταοῦσα) σύνηθ. Πάει ἢ πῆρε τὸν ἀνήφορο (προοδεύει οἰκονομικῶς) πολλαχ. Τὸ κρέας-τὸ ρύζι-τὸ ψωμὶ πῆρε τὀν ἀνήφορο (ὑπερτιμᾶται) πολλαχ. || Παροιμ. ᾿Ετοῦτος ὁ ἀνήφορος θὰ φέρῃ καὶ κατήφορο (ἡ ἀκμὴ συνεπάγεται καὶ παρακμὴν). Ὁ γέρως κιˬ ἂν στολίζεται, ’ς τὸν ἀνήφορο γνωρίζεται (ἐν ταῖς δυσχερείαις φαίνεται ἡ ἱκανότης καὶ ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου) πολλαχ. Ὁ δρόμος ἔχει ἀνήφορο καὶ κατήφορο (ἡ ζωὴ ἔχει μεταπτώσεις) Ἤπ. ᾿Ανάθεμα τ᾿ ἀνήφορα καὶ τὰ κατήφορα (ἐπὶ τῶν ἀποτυχόντων εἰς τὰς ἐπιχειρήσεις των, αἰτιωμένων δὲ τὰς μεταβολὰς τῆς τύχης) Χίος. Ἄ δὲ διˬαβοῦμε ἀνήφορο, κατήφορο δὲ βρίσκομε (ἀνάντης καὶ τραχεῖα εἶναι ἡ πρὸς τὴν ἐπιτυχίαν φέρουσα ὁδός, ἀλλὰ διὰ τῶν κόπων ἀποκτῶνται τἁ ἀγαθὰ) ᾽Ιόνιοι Νῆσ. κ. ἀ. Ξαγκλίστρα κιˬ ἀνεμόβροχο, ἀνήφορο, σκοτάδι (ἐπὶ συρροῆς ἐμποδίων ἢ ἀτυχημάτων) Κεφαλλ. Ὅπο͜ιος φτύνει τὸν ἀνήφορο, φτύνει τὸ πρόσωπό του (ὅστις καταφρονεῖ τοὺς ᾶνωτέρους του, ἑαυτὸν ἀτιμάζει) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 220,629 || ᾎσμ. Τί ’χεις, καμένη μου καρδιˬά, καὶ βαριˬαναστενάζεις; βαρὺ γουμάρι μὴ βαστᾷς γιˬ᾿ ἀνήφορον ᾿νεβάζῃς; Νίσυρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. στ. 5373 (ἔκδ. JSchmitt) «ἐδῶκαν τὰ σαλπίγγια τους κι ᾶρχίσαν ν᾿ ἀνεβαίνουν | τὸ ἀνήφορον Μακρυπλαγίου κ’ ἧλθαν ’ς τὸν Φονεμένον». Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀνηφόρα. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀνήφουρους καὶ ὡς τοπων. Στερελλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/