ἀνθοβολῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθοβολῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνθοβολῶ πολλαχ. ἀνθοβολάω Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων.) ἀθοβολῶ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀθοβολάω Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἀνθοβολῶ = ἐπικαλύπτω δι᾽ ἀνθέων. Ὁ τύπ. ἀθοβολῶ καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Φύω ἄνθη, ἀνθοφορῶ, εἶμαι πλήρης ἀνθέων πολλαχ. : Τὰ δέντρα ἀνθοβολοῦν πολλαχ. Μιˬὰ κουφοξυλεˬά μονάχη θέλει καὶ καλὰ ν᾽ ἀνθοβολῇ ΓΒλαχογιάνν. Πεταλούδ. 11. | Ποιήμ. Φεύγει τ’ ἄγριο τὸ κοπάδι, | χίλιˬα δέντρ' ἀνθοβολοῦν ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,376 Τριγῦρο σας ἀνθοβολοῦν | τοῦ ἀγροῦ τά ρόδα κόκκινα ΓΔροσίν. Φωτερ. σκοταδ.2 133. Συνών. ἀνθοκοπῶ, ἀνθῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/