ἀνθογέννητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθογέννητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνθογέννητος ἐπίθ. Πελοπν. (Μεσσ.) - ΦΠανᾶ Λυρικ. 451
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄνθος καὶ τοῦ ἐπιθ. *γεννητὸς < γεννῶ.
Σημασιολογία
Ὁ γεννηθεὶς ἐξ ἀνθέων, μεταφ. ἐπὶ ἀνθηροῦ καὶ εὐπλάστου σώματος ἔνθ’ ἀν.: Ἀνθογέννητο κορμὶ Μεσσ. Ποίημ. Ξύπνα κ᾽ ἡ ἀδελφούλλα σου αὐγὴ σὲ περιμένει, ξύπνα, ἀνθογέννητο κορμί. καρδιˬὰ μυροχυμένη ΦΠανᾶς ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA