ἀνθοδροσίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθοδροσίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνθοδροσίζω ΚΠαλαμ. Βωμ. 86
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ουσ. ἄνθος και του ρ. στολίζω.
Σημασιολογία
Δροσίζω δι᾿ ἀνθέων: Ποίημ. Τόν ὕπνο τόν ἀξύπνητο τοῦ πρώτου ἀνθοδροσίζεις, προσφέρεσαι ᾿ς τὸ δεύτερο, τριαντάφυλλο τ᾽ Ἀπρίλι. Πβ. ἀνθοδροσοστολίζω, ἀνθοστολίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA