ἀνθοδροσοστολίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθοδροσοστολίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνθοδροσοστολίζω ΔΣολωμ. - 196 Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ συμφυρ. τῶν ρ. ἀνθοδροσίζω καὶ στολίζω.

Σημασιολογία

Δροσίζω καὶ στολίζω δι’ ἀνθέων ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Τὸ σιγὸ τὸ κυματάκι.... τὸ ἀνθοδροσοστολίζει | μέ τ’ ἀκοίμητα νερὰ ΔΣολωμ. ἔνθ᾽ ἀν. Πβ. ἀνθοδροσίζω, ἀνθοστολίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/