ἀνθοκοπῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθοκοπῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνθοκοπῶ ἀμάρτ. ἀνθοκοτάω Πελοπν. (Ἀρκαδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄνθος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -κοπῶ, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 22 (1910) 245 κἑξ.
Σημασιολογία
Εἶμαι πλήρης ἀνθέων, ἀνθοφορῶ. Συνών. ἀνθοβολῶ, ἀνθῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA