ἀνθομυρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθομυρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνθομυρίζω Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀνθουμυρίζου Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) ἀθ-θομυρίζω Κάρπ. ἀθομυρίζω Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄνθος καὶ τοῦ ρ. μυρίζω. Ὁ τύπ. ἀθομυρίζω καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
᾿Αναδίδω ὀσμὴν ἀνθέων, εὐωδιάζω ἔνθ’ ἀν.: Ἀνθομυρίζει τό ροῦχο - ὁ τόπος Λεξ. Δημητρ. || ᾎσμ. Μήν ἀθ-θομυρίζῃς τόσο | καὶ μὲ κάμῃς καὶ νυχτώσω Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA