ἀνθόνερο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθόνερο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνθόνερο τό, κοιν. ἀνθόνιρου βόρ. ἰδιώμ. ἀθ-θόνερο Μεγίστ. Ρόδ. ἀτ-τόνερο Χίος (Καρδάμ.) ἀθόνερο Θρᾴκ. Κρἠτ. Χίος κ. ἀ. ἀθόνιρου Σάμ. Σκόπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ ἄνθος καὶ νερό. Ὁ τύπ. ἀθόνερο καὶ παρὰ Γερμ.
Σημασιολογία
1) ’Απόσταγμα ἀνθέων ἢ εὐωδῶν φύλλων, ἰδίως δὲ τῶν ἕσπεριδοειδῶν δένδρων ἔνθ’ ἀν.: «Οἱ ἐπίτροποι τοῦ ναοῦ ἐγύριζον τὸν δίσκον καὶ ἔρραινον μὲ ἀνθόνερο» ΑΠαπαδιαμ. Μάγισσ. 25. Μάζουξα κἄμπουσα ἄθηˬα γιˬά ἀθόνιρου Σκόπ. || ᾎσμ. Καὶ νίψου μὲ τ᾿ ἀθ-θόνερον ποῦ νίβγιˬουντ' οἱ ἀγγέλοι Ρόδ. 2) Ἀπόσταγμα οἰνοπνεύματος, ἡ ἐκλεκτὴ ρακὴ Λῆμν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA