ἄνθος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄνθος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἄνθος τό, σύνηθ. ἄθ-θος Εὕβ. (᾿Οξύλιθ.) Κύπρ. Μέγαρ. Ρόδ. Σέριφ. Χίος ἄτθος Κάλυμν. Σύμ. Χίος (Καρδάμ.) ἄτ-τος Σύμ. Χίος ( Καρδάμ.) ἄθος Καππ. (᾿Ανακ. Σίλ. Φάρασ.) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Σκῦρ Χίος ἄθο Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ) Καλαβρ. (Μπόβ.) ἄνθους Στερελλ. (Ἀμιφ. Βιτριν.) ἄθ-θους Λυκ. (Λιβύσσ.) ἄθους Λέσβ. Σκόπ. ἄθ-θος ὁ, Κάρπ. Κῶς Μεγίστ. νάτθος Κάλυμν. ἀνθὸς σύνηθ. ἀθ-θὸς Εὔβ. (Ἀνδρων. ᾿Οξύλιθ.) Ἰκαρ. Κάρπ. Κάσ. Κίμωλ. Κύμ. Κύπρ. Κῶς Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Ρόδ. Σέριφ. Τῆλ. ἀτθὸς Κάλυμν. Νίσυρ. Σύμ. ἀτ-τὸς: Κάλυμν. Κάρπ. Κύπρ. (Ἀμμόχ.) Νίσυρ. Σύμ. ἀτ-τὸς Ρόδ. ἀθός Αἴγιν. Ἄνδρ. Εὔβ. (Κύμ.) Θρᾴκ. Ἴων. (Κρήν.) Κρήτ. Λέσβ. Μῆλ. Μύκ. Νάξ. Πελοπν. (Μεγαλόπ. Λακων.) Σάμ. Σκόπ. Τῆν. Χίος κ. ἀ. Πληθ. ἄνθηˬα σύνηθ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἄνθος. Ὁ τύπ. ἄθ-θος καὶ παρὰ Μεουρσ. Οἱ τύπ. ἀνθὸς καὶ ἀθός καὶ παρὰ Βλάχ. Ὁ καταβιβασμὸς τοῦ τόνου κατὰ τὸ καρπός.

Σημασιολογία

1) Τὸ μέρος τοῦ φυτοῦ τὸ περιλαμβάνον τὰ ὄργανα τῆς άναπαραγωγῆς καὶ εἰς τὸ ὁποῖον ἀναπτύσσεται ὁ καρπὸς κοιν. καὶ Ποντ.: Ἄνθος ἀμυγδαλεˬᾶς - λεμονεˬᾶς - νεραντζεˬᾶς κττ. Ἀνοίγει - μαραίνεται - μυρίζει τὸ ἄνθος. Ἄνθη τοῦ βουνοῦ - τοῦ κάμπου - τοῦ κήπου κοιν. Αὐτὴ εἶναι στολισμένη μἐ ἀνθούς Πάρ. Τὰ ροῦχα ἔγιναν ἄσπρα σὰν τ’ ἄνθη Σῦρ. Δένει ὁ ἀθὸς Νάξ. || Φρ. Ἀπάνω ’ς τὸν ἀνθὸ (εἰς τὴν ἄνθησιν, οἷον: τ᾿ ἀμπέλι εἶναι ἀπάνω κτλ.) σύνηθ. ’Σ τὸν ἀθὸ (ἐν καιρῷ τῆς ἀνθήσεως) Κύμ. || ᾊσμ. Μελίγαγαλα ἠβάλασι κιˬ ἀθ-θούς καὶ σὲ ζυμῶσαν κ’ οἱ ἀγγέλοι ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ τὴν ὀμορφιˬά σοῦ δῶσαν Κῶς Νὰ π-πέφτουν τ’ ἄθη ’πάνω του, τὰ ρόδα ’ς τὴν ποδεˬά του Ρόδ. Μιˬάν κόρη ρόδα μάζωνε κιˬ ἀθοὺς ἐκορφολόα Νάξ. Περιυρίζει τά ΄εντρά, ἀθ-θοὺς περισυνάει Κάρπ. Συνων λουλούδι, φιˬόρο. β) Τὸ ἄνθος ὡρισμένων δένδρων ἢ φυτῶν (α) Τὸ ἄνθος τῆς λεμονεˬᾶς καὶ τὸ ἐξ αὐτοῦ παρασκευαζόμενον γλυκὸ Χίος Σ ᾿΄Εψησα ἄνθος γλυκό. (β) Τὸ ἄνθος τῆς ἐλαίας Πελοπν. (Μάν.) (γ) Τὸ ἄνθος τῆς κολοκύνθης Νάξ. (δ) Τὸ ἄνθος τῆς φιλύρας Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ) γ) Ποτὸν ἢ γλύκυσμα περιέχον ἀπόσταγμα ἀνθέων Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Σῦρ.: Αὐτὸ τὸ γλυκὸ εἶναι ἄνθος Σῦρ. δ) Τὸ σύνολον τῶν ἀνθέων, ἐπὶ καρποφόρων καὶ ὀπωροφόρων δένδρων σύνηθ. :Ὁ ἀνθὸς τῆς ἀμυγδαλεˬᾶς - ἐλα͜ιᾶς - λεμονεˬᾶς - πορτοκαλεˬᾶς κττ. σύνηθ. Ἡ ἐλα͜ιά ἔχει πὸλὺ ἀθὸ καὶ θά ’χωμε ἐφέτι λᾳδιˬὰ Νάξ. ᾿Επ-πεσεν ὁ ἀθ-θὸς τῶν δεντρῶν Κύπρ.|| Παροιμ. Ὁ ᾿Απρίλις δίνει τὸν ἀνθὸ κιˬ ὁ Μάις τὸνε ρίχνει (μετὰ τὴν ἀκμὴν ἐπέρχεται ἡ παρακμὴ) Πελοπν. (Μάν.) ε) Μεταφ. ἡ ἀκμὴ καὶ δὴ τῆς ἡλικίας σύνηθ.: Αὐτὸς εἶναι ᾿ς τὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας του σύνηθ. Ἀθὸς τῆς νότης Κρήτ. Ἡ μικρὴ εἶναι ἀπάνω ᾽ς τὸν ἀτ-τόν της Σύμ. Δεκαφτὰ χρονῶ κορίτσι ἀπάνω ᾿ς τὸν ἀνθό του Μποέμ. ᾿Αγριολούλ. 36. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ὁμ. Ν 484 «καὶ δ’ ἔχει ἥβης ἄνθος, ὅτε κράτος ἐστὶ μέγιστον». 2) Ἡ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ βραζομένου γάλακτος συσσωρευομένη λιπώδης οὐσία ᾿΄Ηπ. Καππ. (᾿Ανακ. Σίλ. Φάρασ.) Συνών. ἀνθόγαλα 2, ἀφρόγαλα, καιˬμάκι. 3) Ἡ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ οἴνου ἐπιπολάζουσα ἐρυθρόλευκος ὕλη Κρήτ. Κύπρ. Πελοπν. (Οἰν.): Σύναξε τὸν ἀθ-θὸν νὰ μὲν θολώσῃ τό κρασὶν Κύπρ. 4) Τὸ ἐκλεκτότερον μέρος πράγματός τινος σύνηθ.: Ὁ ἀνθὸς τοῦ σιταριˬοῦ τῶν σταφυλιˬῶν κττ. Τρώει τὸν ἀνθὸ σύνηθ. Τὸ κρασὶ αὐτὸ εἶναι ἀνθός (ἄριστον) Πελοπν. (Μεσσ.) Εἶν᾿ ὁ ἀθ-θὸς τοὺς μαστόρους (τῶν μαστόρων) Κύπρ. || ᾎσμ. Μὰ εἶdα 'θέλεις νὰ σοῦ πῶ, ἀθέ τοῦ μαλαμάτου, ποῦ μ’ ἕρριξ’ ἡ -ἀγάπη σου ᾽ς τσοὶ ζάλες τοῦ θανάτου; Κρήτ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνθὶ 2. 5) Ἡ παρθενία Αἴγιν. Ἤπ. Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) Κρήτ. Κῶς Πελοπν.(Βούρβουρ.) Ρόδ.: Ἐχασεν ἡ κόρη τὸν ἀνθὸ Ἤπ. Τῆς πῆραν τὸν ἀνθὸ Βούρβουρ. || ᾎσμ. ’Εφίλησά σε μιˬά καὶ δυˬὸ κ᾿ ἐπῆρα τὸν ἀθό σου κ’ ἤδωκα καὶ τά σφάκελλα ’ς τὸν ἀγαπητικό σου Κρήτ. Σ᾿ ἔτσιιπησα. σ᾿ ἐφίλησα κ᾽ ἐπῆρα τὸν ἀθ-θό σου, Κῶς κ. ἀ. 6) Κόνις ὀρυκτῶν ἢ μετάλλων λόγ πολλαχ. (α) Τοῦ θείου Ἄνθὸς τοῦ θειαφιˬοῦ. (β) Τοῦ σιδήρου σιδηροῦχος ἄμμωνιοῦχος κόνις ἀναμειγνυομένη μετὰ τοῦ οἴνου ὡς τονωτική : Τὸ ἄνθος τοῦ σιδέρου. 7) Εἶδος παιδιᾶς, καθ᾿ ἣν εἷς τῶν παικτῶν κρατῶν ἄνθος καὶ πλησιάζων πρὸς οἰονδήποτε τῶν συμπαιζόντων λέγει πρὸς αὐτὸν κρυφίως νὰ τὸ δώσῃ εἰς τὸν ἀσχημότερον ἢ τὸν ὡραιότερον, τὸν εὐφυέστερον ἢ τὸν βλακίστερον κττ. οὕτω δὲ τὸ ἄνθος περιέρχεται ἀπὸ τοῦ ἑνὸς παίκτου εἰς ἄλλον μέχρι τοῦ τελευταίου. Κατὰ τὴν παιδιὰν ταύτην καταφαίνεται ἦ ὀξυδέρκεια, ἤ ἑτοιμότης καὶ τὸ εἰρωνικὸν πνεῦμα τῶν παιζόντων Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/