ἀνθοστεφανωμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθοστεφανωμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνθοστεφανωμένος ἐπίθ. ΑΛασκαράτ. Ποιήμ. 206 ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.2 95
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄνθος καὶ τοῦ στεφανωμένος μετοχ. τοῦ ρ. στεφανώνω.
Σημασιολογία
Ὁ ἐστεφανωμένος δι᾿ ἀνθέων: Ποιήμ. Κ᾿ ἦρθαν ἀνθοστεφανωμένες μ’ ὅλα τὰ λούλουδα τοῦ Μάι ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Κοράσι ὡραῖο, τρυφερό, σὰ ρόδο μαραμμένο, ὠιμέ, κοιμᾶται ἀξύπνητα ἀνθοστεφανωμένο! ΑΛασκαρᾶτ. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA