ἀνθρωπάκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθρωπάκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνθρωπάκος ὁ, κοιν.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἄνθρωπος διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άκος.

Σημασιολογία

1) Ἀνθρωπάκι, ὃ ἰδ., σύνηθ. 2) Οὐτιδανός, εὐτελὴς ἄνθρωπος σύνηθ.: Ντροπή σου ν᾽ ἀφήσῃς νὰ σὲ σαρώσῃ ἔτσι ἕνας ἀνθρωπάκος ΚΠαρορ. Κόκκιν. τράγ. 31 Παροιμ. Ἄνθρωποι κιˬ ἀνθρωπόπουλλοι, | ἄνθρωποι κι ἀνθρωπάτσοι (ἄνθρωπος ἀνθρώπου διαφέρει) Κεφαλλ Συνών. ἀνθρωπόπουλλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/