ἀνθρωπίτσης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθρωπίτσης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνθρωπίτσης ὁ, Πόντ. ἀρθεπίτσ’ς Πόντ. (Κοτύωρ.) ἀνθρωπίτσος Πόντ. ἀθρωπίτσος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀρθωπίτσος Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) ἀρθεπίτσος Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀνθρωπίτσης. Διὰ τὸν σχηματισμὸν τοῦ τύπ. ἀνθρωπίτσος προελθόντος ἐκ μεταπλασμοῦ ἰδ. ΧΠαντελιδ. ἐν Κυπρ. Χρον. 2 (1924) 10. Πβ. καὶ ἀγουρίτσης -ἀγουρίτσος, παιδίτσης - παιδίτσος κττ.

Σημασιολογία

Μικρὸς ἄνθρωπος, ἀνθρωπίσκος ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶδα ἕναν ἀνθρωπίτσον Πόντ. Ἄβλαβος ἀρθεπίτσ’ς Κοτύωρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνθρωπάκι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/