ἀνίατος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνίατος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνίατος ἐπίθ. Ἤπ. Θήρ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύπρ. Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) κ.ἀ. ἐνίατος Μύκ. ὀνίατος Κρήτ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀνίατος.

Σημασιολογία

1) Ἀθεράπευτος Κύπρ.: Φρ. Ἔπαθεν τ᾿ ἀνίατα κακά της (ὑπέστη τὰ πάνδεινα). 2) Οὐδ. πληθ. ὡς οὐσ., δυστυχίαι ἀφόρητοι, τὰ πάνδεινα Ἤπ. Θήρ. Κρήτ Κύθηρ. Μύκ. Πελοπν. (Κάμπος Λακων.): Ἔπαθε τ’ ἀνίατα Ἤπ. Κύθηρ. Τραυοῦμε τ’ ἀνίατα Κάμπος Λακων. Κρήτ. Τοῦ ᾽ξωσε τὰ ὀνίατα (τὸν ἔκαμε νὰ ὑποφέρῃ κτλ.) Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/