ἀνισόρροπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνισόρροπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνισόρροπος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀνισσόρροπος.
Σημασιολογία
Ὁ παρουσιάζων ἐλαττωματικὴν ἀνάπτυξιν τῶν ψυχικῶν δυνάμεων, ὁ μὴ ἔχων λογικὸν εἱρμὸν τῶν σκέψεων: Ἀνισόρροπος ἄνθρωπος. Ἀνισόρροπη γυναῖκα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA