ἂν-κιˬ-ἂν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἂν-κιˬ-ἂν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Σύνδεσμος
Τυπολογία
ἂν-κιˬ-ἂν σύνδ. Ποντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν συνδ. ἂν καὶ ἄν. Ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 45 (1933) 34.
Σημασιολογία
Ὑποθετικὸς σύνδεσμος διὰ τοῦ ὁποίου εἰσάγονται προτάσεις 1) Ὑποθετικαὶ σημαίνουσαι ὅτι ἡ ὑπόθεσις δὲν δύναται νὰ χαρακτηρισθῇ ἀπολύτως πιθανὴ καὶ προσδοκωμένη: Ἂν-κι-ἂν ἔρεσαι, φέρο με τὸ κοίνι (κόσκινο) Κοτύωρ 2) Παρακελευσματικαὶ ἀνανταπόδοτοι, ἐν αἷς ἀπετρίβη ἡ ἔννοια τῆς ὑποθέσεως, ἡ δὲ παράλειψις τῆς ἀποδόσεως προῆλθεν ἐκ τῆς ἐν τῇ παιδιᾷ μονὰ ἢ ζυγὰ φρ.: Ἂν-κι-ἂν εὑρήκ’ς ἀτο! ἤτοι ἂν εὕρῃς τί περιέχει ἡ χείρ μου, μονὰ ἢ ζυγά, θὰ τὸ λάβῃς. Ἂν-κιˬ-ἂν ἐγνωρίῃς ἀτον! (ἂν τὸν γνωρίσῃς!) Ἂν-κιˬ-ἂν ἐφτάντς με! (ἂν μὲ φθάσῃς). Ἂν-κιˬ-ἂν πάς (πήγαινε τάχιστα). Πβ. ἅμα Β2, ἄμποτε 1, ἄν, ἀνέν, ἀνίσως.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA