ἀννώνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀννώνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀννώνα ἡ, Ἄθ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἀννώνας ὁ, Ἄθ. Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀννώνα, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. annona.

Σημασιολογία

Τὸ διὰ τὴν οἰκιακὴν ἢ μονῆς χρῆσιν ἐτησίως ἀναγκαιοῦν ποσὸν τροφίμων, ἰδίᾳ σίτου ἔνθ’ ἀν.: Ἔχει τὴν ἀννώνα του Χαλκιδ. Συνών. σοδε͜ιά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/