ἄνογος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄνογος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄνογος ἐπίθ. Πελοπν. (Τρίπ.) κ.ἀ. ἄνουγους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἄνοος Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. νογῶ ἀπὸ τοῦ θέμ. τοῦ ἐνεστ. Πβ. ἄβλεπος. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ ἐπιθ. πβ. ΓΧατζιδ. Einleit. 431 καὶ ΜΝΕ 2,109.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ νοῶν, μωρός, ἀνόητος ἔνθ’ ἀν.: Αὐτὸς εἶναι ἕνας ἄνογος Τρίπ. Μά ᾿dα ἄνοο πρᾶμα ποῦ ’σαι! (᾿dα=εἶντα) Θήρ. Μὴν τοῦ ᾿ρίζεσαι, γιατ’ εἶναι ἄνοος (᾿ρίζεσαι=συνερίζεσαι) αὐτόθ. Ἄνουγα πιδιὰ εἶνι ἀκόμα, τί πιρ’μέ’ς ἀπ᾿ αὐτά; Αἰτωλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄλαλος 4, ἄμυˬαλος 1 καὶ ἀνάποδος Α5δ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/