ἄνοιγμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄνοιγμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄνοιγμα τό, πολλαχ. ἄνοιγμαν Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ.) ἄνοιμα Ἀμοργ. Ἄνδρ. (καὶ ἄνοιγμα) Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Στρόπον.) Ζάκ. Ἰων. (Καράμπ.) Κίμωλ. Κυδων. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μαζαίικ. Μεσσ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κοτύωρ.) Σῦρ. Χάλκ. κ.ἀ. -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἄ’μα Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἄν-νοιμα Ἰκαρ. Ρόδ. Σύμ. ἄννοιμαν Κύπρ. (Πάφ. κ.ἀ.) Σύμ. ἄνοισμα Καππ. (Ἀραβάν.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ ἄνοιγμα. Τὸ ἄνοισμα ἐκ τοῦ ἀνοίζω παρὰ τὸ ἀνοίγω.
Σημασιολογία
1) Τὸ στόμιον χώρου τινός, εἴσοδος, ὀπὴ πολλαχ.: Ἄν-νοιμα τῆς γιστέρνας-τοῦ φούρνου Σύμ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Π.Δ. (Γ΄ Βασιλ. 14,6) «εἰσερχομένης αὐτῆς ἐν τῷ ἀνοίγματι», καὶ Σχολ. Ἀριστοφ. Πλοῦτ 715 «ὀπὰς ἀντὶ τοῦ τρώγλας. ἔνθεν καὶ ὦπες οἱ ὀφθαλμοί• ἀνοίγματα γάρ εἰσι». 2) Τὸ πλάτος εἰσόδου τινὸς ἢ ὀπῆς ἢ τὸ μεταξὺ δύο βράχων, παραστάδων, στύλων κττ. διάστημα πολλαχ.: Τὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας εἶναι πολὺ μικρὸ (ἡ ἀπόστασις ἀπ’ ἀλλήλων τῶν δύο παραστάδων) Ἀθῆν. Τοὺ ἄν’μα ἀπ’ τοῦ γιˬουφύρ’ δὲν εἶνι μιγάλου Στερελλ. (Αἰτωλ.) Οὑ πίρους τσ᾽ κάδ’ς δὲν ἔ᾽ τρανὸ ἄ’μα κὶ γιˬ᾿ αὐτὸ δὲ βγαί’ οὑ μοῦστους αὐτόθ. || Ποίημ. ’Σ τὰ στο͜ιχειωμένα τὰ βουνὰ ποῦ πάντα ἀνοιγωκλε͜ιοῦνε κιˬ ὁποὺ τ᾽ ἀθάνατο νερὸ περνάει ἀνάμεσά τους, πέτα γοργὸ μέσ᾿ ᾽ς τ᾿ ἄνοιγμα, πᾶρε νερὸ καὶ φεύγα ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,231. β) Ἐπὶ ἐνδυμάτων, τὸ μὴ συρραπτόμενον μέρος, τὸ καταλειπόμενον ἀνοικτόν, οἷον τὸ περὶ τὸν τράχηλον καὶ τὸ περὶ τοὺς ὤμους χάριν τῶν χειρίδων πολλαχ.: Παίρνω ἄνοιγμα τοῦ γελέκου Ἀθῆν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μ.Ἐτυμολ. 349,54 «ἀχειρίδωτον ὂν καὶ πρὸς τοὺς ὤμους ἀνοίγματα ἔχον, ἀφ᾽ ὧν αἱ χεῖρες ἐξεχαλῶντο». γ) Τὸ πλάτος ἐνδύματος πολλαχ.: Τὸ ἄνοιγμα τῆς φουστανέλλας. δ) Ρωγμή, σχισμή, χάσμα σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ.): Κρυφοκοιτοῦσε ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας Λεξ. Πρω. Ἐτέρασα ἀσ’ σῆ σανιδί’ τ᾽ ἄνοιγμα (εἶδον διὰ τοῦ ἀν. τῆς σανίδος). Κοτύωρ. Συνών. ἀνοιγμάδα, ἀνοιγματάδα, χαραμάδα. 3) Μέρος ἀνοικτὸν ὡς ἡ γυμνὴ ἔκτασις ἐν μέσῳ δάσους, τὸ αἴθριον τμῆμα συννεφώδους οὐρανοῦ κττ. σύνηθ.: ’Σ ἑνα ἄνοιγμα τῶν δένδρων φαίνουνταν ἕνας ὄχτος μεγάλος Μποὲμ Ἀγριολούλ. 23. Ἡ συννεφιὰ ἤταν πάντα, σὲ μερικὰ μέρη μονάχα ἔβλεπα ἀνοίγματα γαλάζια ’ς τὸν οὐρανὸ ΙΔραγούμ. Σταμάτ. 35. 4) Τὸ νὰ ἀνοίξῃ τίς τι, ἡ πρᾶξις τοῦ ἀνοίγειν κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.) Τὸ ἄνοιγμα τῆς ἀγορᾶς-τοῦ βαρελλιˬοῦ-τοῦ κουτιˬοῦ-τοῦ λάκκου-τῆς μπουγάδας-τῆς πόρτας-τοῦ φούρνου κττ. κοιν. Αὐτὰ τ᾿ ἀνοίματα τσ᾿ πόρτας δὲ μ’ ἀρέσ’νι ’μένα τώρα τοῦ ᾿μῶνα! Αἰτωλ. Χαρά ᾽ς του, ἄνοιμα τοὺ στόμα τ᾿! (πρὸς χασμώμενον) Κυδων. Τῆ πόρτας τ᾿ ἄνοιγμαν Τραπ. || Φρ. Τὸ ἄνοιγμα τῆς ἐκκλησίας (λειτουργία τελουμένη ἐκτάκτως εἰς ἐξωκκλήσια ἢ ἐρημοκκλήσια) Ἀθῆν. β) Ἐγκαίνια ἐκκλησίας ἢ καταστήματος ἐνιαχ. Ἄνοιγμα τῆς πόρτας (ἐνν. ἐκκλησίας) Λεξ. Βυζ. Ἄνοιγμα τοῦ μαγαζιοῦ Ἀθῆν. Πβ. τὰ μεσν. ἀνοίξεια καὶ ἀνοίξεις γ) Ἀνόρυξις, ἐπὶ φρέατος Λεξ. Βυζ.: Ἄνοιγμα πηγαδιοῦ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. δ) Τὸ ἀνοίγειν λάκκους περὶ τὰ κλήματα (τοῦτο γίνεται, ἵνα ταῦτα κάλλιον ἐμποτίζωνται ὑπὸ τῶν ὀμβρίων ὑδάτων) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Τὸ ἄνοιγμα κωστίζει πολύ. ε) Εἶδος πρώτης ἀροτριάσεως, τὸ ὁποῖον γίνεται διὰ νὰ ἀνατρέψῃ τὸ χῶμα καὶ θέσῃ τοῦτο εἰς ἐπαφὴν μετὰ τοῦ ἀέρος ἐνιαχ. 5) Ἀγρὸς ἐκ χέρσου γενόμενος ἀρόσιμος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Στρόπον.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Μαζαίικ. Μεσσ.. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. -Λεξ. Αἰν Βλαστ.: Εἶν᾿ ἄ᾽μα τοὺ χουράφ’ κ᾿ ἔκαμι σ᾿ταρά᾽ Αἰτωλ. Τ᾽ ἀνοίματα κάν’νι κἄνα δυˬὸ χρόνιˬα ᾿σουδε͜ιὰ αὐτόθ. Οὕλου ἀνοίματα δὲ μπουρεῖ νά ᾽νι τὰ χουράφια (αὐτόθ. Πβ. ἀνοιξιὰ 2. Συνών. ἄγρεμα. β) Τὸ καθάρισμα ἀγροῦ ἀπὸ ἀγριοκλάδων Ρόδ. Τὸ χωράφι θέλει ἄν-νοιμα. 6) Βλάστησις δένδρου, ἀμπέλου, φυτοῦ, ἄνθους Ζάκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Σῦρ. κ.ἀ. 7) Ἐκκόλαψις ΓΠαπάζογλ. Κουκούλ. 16: Ἄνοιγμα τοῦ κουκουλλοσπόρου. 8) Ἔναρξις σύνηθ.: Ἄνοιγμα τοῦ τριῳδιοῦ. Ἄνοιγμα παιγνιδιοῦ || Φρ. Ἔχω ἄνοιγμα (ἔχω τὰ κατάλληλα παιγνιόχαρτα διὰ νὰ κάμω ἔναρξιν τοῦ παιγνιδιοῦ, ἐπὶ τῶν παικτῶν τοῦ πόκερ). 9) Ἀραίωσις Εὔβ. (Κονίστρ): Τ’ ἀμπέλι εἶναι δασωμένο καὶ θέλει ἄνοιμα. 10) Εὔρυνσις πολλαχ.: Τὸ ροῦχο θέλει ἄνοιγμα Ἄνδρ. Τὸ σακκάκι θέλει λίγο ἄνοιγμα τσοὺ νώμους Παξ. β) Τὸ πλάτυσμα τῶν περιποδίων περὶ τὰ σφυρὰ πολλαχ.: Παίρνω ἀνοίματα Εὔβ. Σήμερα εἶμαι ᾽ς τ᾿ ἀνοίματα Ἄνδρ. Κουdεύγεις τ᾿ gάρτσα; -’Σ τ᾽ ἀνοίματα βρίσκουμι Κυδων. Ἄ θήκω ἀνοίματα ᾿ς σ’ ὀρτάρι μ’ (ὀρτάρι=περιπόδιον) Κοτύωρ. 11) Ἡ ἔξοδος τῶν νεονύμφων ἐκ τοῦ νυμφικοῦ θαλάμου τὴν ἑπομένην τοῦ γάμου Κύπρ. (Πάφ.): Τὸ ἄν-νοιμαν τοῦ ἀντρόυνου. 12) Ἐκταφή, ἀνακομιδὴ τῶν ὀστῶν μετὰ τῆς νενομισμένης τελετῆς Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κάρυστ. Κονίστρ.) Ἰων. (Ἀλάτσατ. Βουρλ.) Πελοπν. (Λακων.) Προπ. (Πάνορμ.) Χάλκ. κ.ἀ.: Γένηκε τὸ ἄνοιγμα τοῦ δεῖνα Ἀλάτσατ. Ταχεὰ ἔχομε τ᾽ ἀνοίματα τοῦ πατέρα μου Κονίστρ. Συνών. ἀνακομιδή, ξέχωμα. 13) Ἀναγωγὴ εἰς τὸ πέλαγος μακρὰν τῆς παραλίας διὰ κολυμβήσεως ἢ πλοίου Πόντ. (Κερασ.) -Λεξ. Πρω. Δημητρ. Πβ. φρ. ἐβγῆκε ᾿ς τ᾽ ἀνοιχτὰ καὶ ἀρχ. ρ. ἀνοίγω. Ἡ λ. καὶ ὡς τόπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἄνοιμα Πελοπν. (Γόρτυν. Δημητσάν. Τριφυλ.) Ἀνοίματα Στερελλ. (Αἰτωλ. Παρνασσ. Φθιῶτ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA