ἀνοιγουριˬασμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοιγουριˬασμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνοιγουριˬασμὸς ὁ, ἀμάρτ. ἀνοιουριˬασμὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀνοιγουριˬάζω.

Σημασιολογία

Ἀφθονία, κυρίως ἐπὶ ὕδατος: Εἶd’ ἀνοιουριˬασμὸς εἶν᾿ τὸ νερό! Ἀπὸ δέκα πάdες ἤνοιξε gαὶ τρέχει!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/