ἀνοιγωὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοιγωὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνοιγωὴ ἡ, Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀνοιγωίζω ὑποχωρητικῶς.
Σημασιολογία
Ἡ βελτίωσις τοῦ καιροῦ: Παρακευὴ δκευή, Σάββα δταγωγή, Κερεκὴ ἀνοιγωὴ (ἐπὶ συνεχοῦς βροχῆς).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA