ἀνοιγωίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοιγωίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνοιγωίζω Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀνοίγω παρεκταθέντος κατὰ τὰ ρ. εἰς -ίζω.
Σημασιολογία
Μόνον κατὰ γ΄ ἐνικ. πρόσωπ. βελτιοῦμαι, ἐπὶ τοῦ καιροῦ: Ἀνοιγωίζ᾽ ὁ καιρός. Πβ. ἀνοίγω Β2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA