ἀνοιγώκλεισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοιγώκλεισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνοιγώκλεισμα τό, σύνηθ. ἀνοιγώκλειμα Πελοπν. (Οἰν)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀνοιγωκλείνω.

Σημασιολογία

1) Ἀνοιγωκλείσιμο, ὃ ἰδ., σύνηθ: Αὐτὸ τ᾿ ἀνοιγώκλεισμα τῆς πόρτας δὲ μ’ ἀρέσει, θὰ πουντιˬάσουμε! σύνηθ. Τὰ βλέφαρά του ἦσαν τόσο σκληρὰ ποῦ τοῦ φαινότανε πῶς ἔσκιζαν τοὺς βολβοὺς τῶν ματιῶν του ’ς τὸ ἀνοιγώκλεισμά τους ΙΜουρέλλ. Πολεμ. 88. Ἐπρόσεχαν κάθε μικρὸ ἀνοιγώκλεισμα τοῦ ματιοῦ της ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 41. 2) Ἡ διαδοχικὴ μεταβολὴ τοῦ καιροῦ μάλιστα κατὰ τὸ ἔαρ, Πελοπν. (Δημητσάν. Οἰν. κ.ἀ.) Σήμερα ἔχομε ἀνοιγωκλείματα Οἰν. Αὐτὸ τὸ ἀνοιγώκλεισμα τοῦ καιροῦ μᾶς κατάστρεψε ’φέτο Πελοπν. || Γνωμ. Αὐτὰ τ᾿. ἀνοιγωκλείσματα | φέρν’νε καὶ ξεστανίσματα (γενικὴν καταστροφὴν τῶν ποιμνίων) Πελοπν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/