ἀνοιγωσφάλημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοιγωσφάλημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνοιγωσφάλημα τό, Ἄνδρ. κ.ἀ. ἀ’γουσφά᾿μα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀνοιγωσφάλισμα ΓΜαρκορ. Ποιητ. ἔργ. 93 -Λεξ. Κομ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Δεέκ Δημητρ. ἀ’γουσφά’σμα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀνοιγωσφαλνῶ, παρ ὃ καὶ ἀνοιγωσφαλίζω. Ὁ τύπ. ἀνοιγωσφάλισμα καὶ παρὰ Χορτάτσ. Ἐρωφίλ. πρόλογ. 78 (ἔκδ. ΣΞανθουδ. «᾿ς ἕναν ἀνοιγωσφάλισμα τῶν ἀμματιῶ ἀποσώνω | καὶ δίχως λύπησι κιαμμιὰ πᾶσ᾽ ἄνθρωπο σκοτώνω».
Σημασιολογία
Ἀνοιγωκλείσιμο, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Μὲ ζάλισες μὲ τ᾿ ἀνοιγωσφάλημα τῆς πόρτας Ἄνδρ. Ἀνοιγωσφάλισμα τῶν ματιῶν Λεξ. Κομ. Βυζ. Εἰς ἕν' ἀνοιγωσφάλισμα ματιοῦ (ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ) Λεξ. Βυζ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωφίλ. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA