ἀνοιγωσφαλίτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοιγωσφαλίτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀνοιγωσφαλίτης ὁ, ἀμάρτ. ἀ’γουσφαλίτ᾽ς Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Ἴμβρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀνοιγωσφαλῶ κατὰ τὰ πολλὰ εἰς –ίτης ὀν. φυτῶν.
Σημασιολογία
Φυτὸν τοῦ ὁποίου τὰ ἄνθη τὴν μὲν νύκτα μένουν κλειστά, τὴν δὲ ἡμέραν ἀνοικτά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA