ἀνοιγωσφαλνῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοιγωσφαλνῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνοιγωσφαλνῶ, ἀνοιγωσφαλίζω Κρήτ. Χίος -Λεξ. Δημητρ. ἀνοιωσφαλίζω Χίος (Καστρ.) ἀνοιγωσφαλῶ πολλαχ. ἀνοιωσφαλῶ Ἄνδρ. Κάρπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. (Λεῦκ.) ἀνοιγωσφαλνῶ σύνηθ. ἀν’γουσφαλνῶ Μακεδ. (Καταφύγ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ρ. ἀνοίγω καὶ σφαλνῶ, παρ’ ὃ καὶ σφαλίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ. Ὁ τύπ. ἀνοιγωσφαλίζω καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 436 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «κ’ἔκανε ὅλες τσοὶ καρδιές, ὁποὺ τὸν ἀγροικοῦσα, || καὶ ἀνοιγωσφαλίζασι τὰ φύλλα κ᾽ ἐπονοῦσα».

Παραθέματα αρχαίων συγγραφέων

Ἀνοίγω καὶ κλείω τι διαδοχικῶς σύνηθ.: Ἀνοιγωσφαλνῶ τὰ μάτιˬα - τὴν πόρτα - τὸ στόμα σύνηθ. Μαdάλωσε τὴ bόρτα νὰ μὴ dὴν ἀνοιγωσφαλίζῃ ἀέρας (ἀντὶ ὁ ἀέρας) Κρήτ || Φρ. Τὰ μάθια dου ἀνοιωσφαλᾷ (δὲν κάνει τίποτε, εἶναι ἀπράγμων) Ἀπύρανθ. Ὥστε ν᾽ ἀνοιγωσφαλίξω τὰ μάθιˬα μου (ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ) Κρήτ. || ᾎσμ. Νόστιμα ποῦ ’ν’ τὰ χείλη σου ’σὰν τ’ ἀνοιωσφαλίσῃς, ζάχαρι τρέχουν, μάθιˬα μου, ὅταν θὰ μοῦ μιλήσῃς Χίος. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀνοιγωκλειδώνω, ἀνοιγωκλείνω 1. Καὶ ἀμτβ. ἀνοίγομαι καὶ κλείομαι διαδοχικῶς Τῆν. Χίος κ.ἀ. Ἀνοιγωσφαλᾷ ἡ πόρτα Χίος Νὰ βρῇς δυὸ βουνὰ ποῦ ἀνοιγωσφαλοῦνε μαζὶ (ἐκ παραμυθ.) Τῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/