ἀνοικοκύρευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοικοκύρευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνοικοκύρευτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἀ’κουκύριφτους βόρ. ἰδιώμ. ἀνοικοκιˬούρευτος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀνοικοτσούρευτος Μέγαρ. ἀ’κουτσύριφτους Λέσβ. ἀ᾿κουκέριφτους Ἴμβρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *νοικοκυρευτὸς<νοικοκυρεύω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ διευθυνόμενος καλῶς, ἐπὶ οἴκου Πόντ. (Τραπ.) κ.ἀ.: Ὁσπίτ’ ἀνοικοκύρευτον. β) Ἀδιόρθωτος Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἀνοικοκιˬούρευτά ’χεις ἀκόμα τὰ καλοκαιρινά σου ροῦχα. γ) Ἄγαμος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) -Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. 2) Ἐνεργ. ὁ μὴ διοικῶν καλῶς τὸν οἶκον, ἄτακτος σύνηθ.: Γυναῖκα ἀνοικοκύρευτη σύνηθ. || Γνωμ. Καλλιὰ φτωχὴ νοικοκερὰ | παρ’ ἀνοικοκύρευτη κερὰ Κρήτ. Συνών. ἀκοδεσπένευτος, ἀνοικόκυρος (ΙΙ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/