ἀνοικόκυρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοικόκυρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνοικόκυρος ἐπίθ. (Ι) Πελοπν. (Λακων.) Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. νοικοκύρης.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἔχων κύριον, ἀδέσποτος ἔνθ’ ἀν.: Παιδὶ ἀνοικόκυρο Λακων. Ἀνοικόκυρον πρᾶμα Ρόδ. Συνών. ἀνάφεντος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA