ἀνοικονόμητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοικονόμητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνοικονόμητος ἐπίθ. κοιν. ἀ’κουνόμ’τους βόρ. ἰδιώμ. ἀνοικονόμετος Πόντ. (Κερασ.) ἀκονόμ’τους Μακεδ. ἀκονόμιστος Σύμ. Τῆν.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀνοικονόμητος. Τὸ ἀκονόμητος ἐκ τοῦ ᾽κονομῶ παρὰ τὸ οἰκονομῶ.

Σημασιολογία

1) Ἀτακτοποίητος, ἀδιόρθωτος, ἐπὶ τοῦ οἴκου Πόντ. (Κερασ.) 2) Δυσδιοίκητος, ἀνυπόφορος, δυσχερὴς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): ᾿Ανοικονόμητος ἄνθρωπος. Ἀνοικονόμητη γυναῖκα. Ἀνοικονόμητο παιδὶ κοιν. || Φρ. Οἰκονομῶ τὰ ἀνοικονόμητα (ἐπὶ δυσυπερβλήτων δυσχερειῶν) Ἀθῆν. Φουρτούνα ἀνοικονόμητη (δυστυχία φοβερὰ) Μῆλ. 3) Ἀθεράπευτος, ἀπεριποίητος Τῆν. -ΔΚαμπούρογλ. Τρισεύγ. 10: ’Κονομισμένο ἢ ἀκονόμιστο ἦταν τὸ κτ’νό; (εἶχον περιποιηθῆ τὸ ζῷον, τοῦ εἶχον δώσει τροφήν;) Τῆν. Ἡ πολιτεία δὲν θὰ τὴν ἀφίσῃ ἔτσι ἀνοικονόμητη ΔΚαμπούρογλ. ἔνθ’ ἀν. 4) Ὁ μὴ βινηθείς, ἐπὶ γυναικὸς Πόντ. (Κερασ.) -Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/