ἄνοιξι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄνοιξι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἄνοιξι ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. ἄνοιξι Καππ. (Ἀραβάν.) ἄν-νοιξι Μεγίστ. ἄνοιξ᾿ Β. Εὔβ. κ.ἀ. ἄ’ξ’ βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄνοιξις.

Σημασιολογία

1) Μικρὰ θύρα, παραπυλὶς Μακεδ. (Κολινδρ.) 2) Ἀναπεπταμένος τόπος, εὐρὺ πεδίον μὴ περιωρισμένον ὑπὸ ὑψωμάτων γῆς καὶ ἔχον εὐρὺν ὁρίζοντα Ἰων. (Ἀλάτσατ. Κρήν.): Βγαίνουμε ’δῶ ’ς τὴν ἄκρη ποῦ εἶναι ἄνοιξι Ἀλάτσατ. Ὄμορφα εἶν᾽ ἐδῶ, γιˬατὶ εἶν᾽ ἄνοιξι Κρήν. Συνών. ἀνοιχτάδα, ἀνοιχτίˬα, ἀνοιχτοσύνη. β) Ἡ πέριξ τόπου τινὸς θέα Λευκ.: Ὁ τόπος αὐτὸς ἔχει ἄνοιξι. Συνών. ἀγνάντια Β2. 3) Βλάστησις Σέριφ.: Ἡ φυθε͜ιὰ ἡ φετινὴ ἔχει μιὰν ἄνοιξι! Συνών. ἄνοιγμα 6, ἀνοιξιˬὰ 3. 4) Μία τῶν τεσσάρων ἐποχῶν τοῦ ἔτους, ἔαρ κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἦρθε ἡ ἄνοιξι. Τὴν ἄνοιξι ἔρχουνται τὰ χελιδόνια κοιν. Πρώτη ἄνοιξι (ἡ ἀρχὴ τοῦ ἔαρος) Κεφαλλ. Ἔρθεν-ἐδῆβεν ἄνοιξι Τραπ. Μᾶς πῆρε ἡ--ἄνοιξι Πελοπν. (Τριφυλ.) || Παροιμ. Τὸ χελιδόνι δὲ φέρνει πάντα τὴν ἄνοιξι (ὑπάρχουν ἐκτροπαὶ ἀπὸ τῶν καθεστώτων) Ζάκ. Ἰων. (Σμύρν.) Μ᾽ ἕνα λουλούδ’ ἄν’ξ’ δὲ γένιτι (β τὸ ἀρχ. «μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ») Μακεδ. (Βελβ.) Μὲ τ᾿ ἕναν ἄθ’ ἄνοιξι ’κ᾽ ἔρται (συνών. τῇ προηγουμένῃ. (ἄθ᾽=ἄνθος, ’κ’ ἔρται=δὲν ἔρχεται) Χαλδ. || ᾌσμ. Τρεῖς μῆνις ἔχ᾽ ἡ --ἄνοιξι κὶ τρεῖς τοὺ καλουκαίρι Μακεδ. Οὕλ’ περιμέν’ν τὴν ἄνοιξι κ᾽ ἡ κόρ’ τὸ μοθοπώρι, τ᾿ ἄθ ἀθοῦν τὴν ἄνοιξι κ᾿ ἡ κόρ’ τὸ μοθοπώρι (μοθοπώρι=φθινόπωρον) Πόντ. Πουλλόπο μ᾽ ἔρθεν ἄνοιξι κ᾽ ἐσὺ ᾽κὶ κελαηˬδίζεις Τραπ. Συνών. ἀνοιξιˬὰ 4. β) Ὁ μὴν Μάρτιος (καθ’ ὃν ἄρχεται ἡ ἄνοιξις) Ἤπ. Συνών. Ἀνοιξιˬάτης, Μάρτις. 5) Τὸ ἄνθος bellis annua, εἶδος χαμαιμήλου Κέρκ. Συνών. ἀσπρολούλουδο, μαρτολούλουδο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/