ἀνοιχτάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοιχτάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνοιχτάρι τό ἀν-νοιχτάριν Κύπρ. ἀνοιχτάρι Θρᾴκ. Κῶς Πόντ. (Ἀμισ.) -Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀν-νοιχτάρι Ρόδ. ἀνοιχτάρ’ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Βιζ. Σαρεκκλ. Σκοπ.) ἀναχτάρ’ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀνοικτάριν. Ὁ τύπ. ἀναχτάρ᾽ ἐκ τοῦ Τουρκ. anahtar, ὃ ἐκ τοῦ Ἑλλην. ἀνοικτάριν.
Σημασιολογία
1) Κλειδίον ἔνθ’ ἀν.: Φέρε τ᾽ ἀν-νοιχτάριν ν᾿ ἀνοίξουμεν τὸ σπίτιν Κύπρ. Κρέμασ’ τ᾽ ἀνοιχτάρ’ ᾿ς τὸ καρφὶ Σαρεκκλ. || ᾌσμ. Ταὶ πκιˬάν-νει τ᾽ ἀν-νοιχτάρκα του | ταὶ πάει ᾽ς τ’ ἄρματά του Κύπρ. Ποῦ ἦτον μέσα ᾿ς τὸ χωρκὸν κλειδὶν ταὶ ἀν-νοιχτάριν (εἶχε τὸ δεσμεῖν καὶ τὸ λύειν) αὐτόθ. Συνών. ἀνοιγάρι, ἀνοιχτήρι 1, κλειδί. 2) Μεταλλικὸς μοχλὸς διὰ τοῦ ὁποίου σφίγγονται ἢ χαλαροῦνται περικόχλια μηχανημάτων κλπ. Κύπρ. κ.ἀ. Συνών. κλειδί.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA