ἀνοιχτίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοιχτίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνοιχτίκι τό, Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀνοιχτὴς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -ίκι.
Σημασιολογία
Τὸ τὴν πρωίαν τῆς μετὰ τὸν γάμον ἡμέρας διδόμενον ὑπὸ τῶν νεονύμφων ἢ τῶν γονέων αὐτῶν δῶρον εἰς τὸν παράνυμφον, ὁ ὁποῖος ἀνοίγει τὰς θύρας τοῦ νυμφικοῦ θαλάμου (πβ. ΜΜιχαηλίδ. Λαογρ. σύμμ. Καρπ. 92 καὶ ΕΜανωλακ. Καρπαθ. 178).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA