ἀνοιχτικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοιχτικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνοιχτικὸς ἐπίθ. Ἰων. (Κρήν.) Σῦρ. -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀν-νοιχτικὸς Χίος

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. ἀνοικτικός.

Σημασιολογία

1) Ἀναπεπταμένος Χίος -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.: Τόπος ἀν-νοιχτικός Χίος. Σπίτι ἀν-νοιχτικὸ (εὐάερον) αὐτόθ. 2) Ἀνακουφιστικὸς Ἰων. (Κρήν.) Σῦρ. Χίος: Γιˬατρικὸ ἀνοιχτικὸ τῆς καρδιˬᾶς Σῦρ. 3) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., ἐνεργητικὸν φάρμακον, καθαρτικὸν Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. Συνών. καθάρσιο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/