ἀνοιχτο-
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοιχτο-
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
ἀνοιχτο- κοιν.
Ετυμολογία
Θέμα τοῦ ἐπίθ. ἀνοιχτός.
Σημασιολογία
Συντίθεται ὡς α΄ συνθετ. ἐπιθέτων χρωμάτων δηλωτικῶν πρὸς δήλωσιν χρώματος ἀνοικτοῦ, οὐχὶ ζωηροῦ, οἷον: ἀνοιχτογάλαζος, ἀνοιχτοκίτρινος, ἀνοιχτοκόκκινος, ἀνοιχτοπράσινος κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA