ἀνοιχτοκαρδίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοιχτοκαρδίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνοιχτοκαρδίζω ἀμάρτ. ἀ’χτουκαρδίζου Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνοιχτόκαρδος.

Σημασιολογία

Γίνομαι εὔθυμος, εὐτράπελος: Παίξιτι κἀνένα λαλούμινου ν᾽ ἀ᾽χτουκαρδίσουμι!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/