ἀνοιχτοκέρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοιχτοκέρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνοιχτοκέρης ἐπίθ. Μύκ. ἀνοιχτοτέρ-ρας Κύπρ. Θηλ. ἀνοιχτοτέρ-ρισσα Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνοιχτὸς καὶ τοῦ ἀρχ. οὐσ. κέρας.
Σημασιολογία
Τὸ β΄ συνθετ. ὡς ἁπλοῦν ἀμάρτ. Πβ. ἀβγοτέρας, ἀγριμοκέρα, γιδοκέρης, ἑφτακέρης, τραγοκέρης͵ τρικέρης. Ὁ ἔχων κέρατα διεστῶτα, ἐπὶ κριοῦ ἢ βοός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA