ἀνοιχτοκέφαλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοιχτοκέφαλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνοιχτοκέφαλος ἐπίθ. Ἰθάκ. ἀ’χτουκέφαλους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνοιχτὸς καὶ τοῦ οὐσ. κεφάλι.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων διεστῶτα τὰ βρεγματικὰ ὀστᾶ, ἐπὶ βρέφους Στερελλ. (Αἰτωλ) 2) Μεταφ. εὐφυὴς Ἰθάκ.: Εἶναι πολὺ ἀνοιχτοκέφαλος καὶ τὰ καταφέρνει οὕλα. Συνών. ἔξυπνος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA