ἀνοιχτομμάτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοιχτομμάτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνοιχτομμάτης ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) ἀν-νοιχτομ-μάτης Κύπρ. Ρόδ. Σύμ. Χίος ἀνοιχτομμάτ’ς Θρᾴκ.(Σαρεκκλ.) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀ'χτουμμάτ᾽ς βόρ. ἰδιώμ. ἀνεχτομμάτης Πόντ. (Οἰν.) ἀνοιχτόμματος Λεξ. Δημητρ. ἀν-νοιχτόμ-ματος Κύπρ. ἀνοιχτόμματους Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀνοιχτούμματους Λυκ. (Λιβύσσ) Θηλ. ἀνοιχτομμάτισσα Κρήτ. Μακεδ. (Καστορ.) ἀν-νοιχτομ-μάτισσα Κύπρ. ἀνοιχτομμάταινα Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἀνοιχτουμμάτρα Ἴμβρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνοιχτὸς καὶ τοῦ οὐσ. μάτι. Ὁ τύπ. ἀνοιχτόμματος καὶ ἐν Les cing livres de la loi 420 (ἔκδ. Hesseling).
Σημασιολογία
1) Ὀξυδερκὴς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Πελοπν. (Ἄργ.) κ.ἀ.: Ἀνοιχτομμάτικο εἶν᾿ τὸ στραβό! (εἰρωνικῶς) ἄγν. τόπ. || Παροιμ. Τί νὰ κάνῃ ὁ στραβὸς τοῦ ἀνοιχτομμάτη; (ἐπὶ τοῦ ᾶνικάνου ἐκ φύσεως νὰ παράσχῃ ὑπηρεσίαν τινὰ) Ἄργ. 2) Ὁ μὴ εὐκόλως ἀπατώμενος, νοήμων, προσεκτικὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Εἶν᾿ ἀνοιχτομμάτης αὐτὸς καὶ δὲν τὸν γελᾷς Πελοπν (Αἴγ.) Ἀνοιχτομμάτα γυναῖκα Πελοπν. (Λακων.) Μὴ μ᾿ κά’ς τοὺν ἀ’χτουμμάτ’ κὶ σὶ ξέρου Θάσ. Ἐν ἔνι ἀν-νοιχτόματος ὁ γιός του Κύπρ. Εἶχεν ἕναν πιδὶν κ’ ἦταν παραφύσις ἔξυπνον κιˬ ἀνοιχτούμματουν Λιβύσσ. Πολλὰ ἀνοιχτομμάτ’κον παιδὶν ἔν᾽ Τραπ. || Γνωμ. Ἀνοιχτομάτ᾽ς πεινασμένος ᾽κ᾿ πομένει (ἀντὶ ᾿κὶ ἀπομένει=δὲν μένει) Χαλδ. || Παροιμ. Γαλίφης πῆε καὶ σκόνταψε ᾿ς ἀνοιχτομμάτη πόρτα (ὁ δόλιος δὲν δύναται νὰ ἐξαπατήσῃ τὸν νοήμονα) Λεξ. Δημητρ. || ᾎσμ. Ἄδρωπος κοσμογύριστος ἔν᾿ πάντ᾿ ἀν-νοιχτομ-μάτης Κύπρ. 3) Δραστήριος Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) 4) Γυναικοθήρας, ἐρωτομανὴς Κέρκ. 5) Ὡς οὐσ., τὸ φυτὸν γναφάλιον τὸ ἄγριον (gnafalium sylvestrum), τὸ λεοντοπόδιον τοῦ Διοσκορ. (πβ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 10 <1929> 203) Κάλυμν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA