ἀνοιχτομματιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοιχτομματιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Τυπολογία
ἀνοιχτομματιὰ ἡ, ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,162 ἀ’χτουμματιˬὰ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀν-νοιχτομ-μαδκιˬὰ Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνοιχτομμάτης.
Σημασιολογία
Εὐφυΐα, νοημοσύνη ἔνθ’ ἀν.: Θέλει ἀν-νοιχτομ-μαδκιˬὰν τούτ᾿ ἡ δουλε͜ιὰ Κύπρ. Συνών. ἀνοιχτομματωσύνη, ἀνοιχτωμάδα, ἐξυπνάδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA