ἀνοιχτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοιχτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνοιχτὸς ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀννοιχτὸς Κύπρ. ἀ’χτὸς βόρ. ἰδιώμ ἀνοιχτὸ Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Ὄφ.) ἀνοιὲ Τσακων. ἀνοιτ-τὸ Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀνεχτὸς Πόντ. (Οἰν.) ἀν-νεχτὸς Μεγίστ. ἀνοιφτὸ Ἀπουλ. (Μαρτιν. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀνοιφσὸ Ἀπουλ. (Σολέτ.) ᾿νοιχτὸς Νίσυρ. ᾿νοιφτὸ Ἀπουλ. (Καλημ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἀνοιχτός. Ὁ τύπ. ἀνεχτὸς ἐξ ἀποκαταστάσεως τῆς προθ. ἀνὰ-ἀνε. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 24 (1912) 27. Ὁ τύπ. ἀνοιτ-τὸ ἐκ τοῦ ἀνοικτὸς δι᾽ ἐπίδρασιν τῆς Ἰταλικῆς γλώσσης, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἐκ τοῦ Λατινικοῦ ct προῆλθε tt.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ὁ μὴ κεκλεισμένος, ἀνοιγμένος κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Σολέτ. κ.ἀ.) Καλαβ. (Μπόβ) Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἀνοιχτὸ βιβλίο - γράμμα - μαγαζὶ - παράθυρο - σπίτι - τριαντάφυλλο. Πόρτα ἀνοιχτὴ. Ἀνοιχτὲς ἀγκάλες. Ἀνοιχτὰ μάτιˬα. Κοιμᾶται μ᾿ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα Τὸ κεφάλι του εἶν᾽ ἀνοιχτὸ (σπασμένο) κοιν. Ἀνοιχτὸς καπνὸς (ὁ ἐκ λαθρεμπορίου καπνὸς ὅστις δὲν πωλεῖται εἰς κυτία) ἐνιαχ. || Φρ. Ἔμεινα μ᾿ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα (ἐμβρόντητος). Ὅσο ἔχω τὰ μάτιˬα μ᾽ ἀνοιχτὰ (ἐν ὅσῳ ζῶ). Παίζω μ᾽ ἀνοιχτὰ χαρτιˬὰ (λέγω τὰς σκέψεις μου ἀνευ περιστροφῶν, ἀπροκαλύπτως). Ἔχει τὰ χέριˬα ἀνοιχτὰ (ἐπὶ σπατάλου). Ἔχει ἀνοιχτὴ καρδιˬὰ (ἐπὶ εἰλικρινοῦς καὶ εὐπροσηγόρου). Ἀνοιχτὸ σπίτι (φιλόξενον) κοιν. || Ποίημ. Λίγα μάτιˬα, λίγα στόματα | θὰ σᾶς μείνουνε ἀνοιχτὰ γιὰ νὰ κλάψετε τὰ σώματα | ποῦ θενά ’βρῃ ἡ συμφορὰ ΔΣολωμ. 8. Ἀντίθ. ἀνάνοιχτος 1,κλειστός. β) Ἀνεπούλωτος σύνηθ.: Πληγὴ ἀνοιχτή. γ) Ὁ μὴ κεκαλυμμένος, ἀκάλυπτος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀνοιχτὸ μνῆμα. Ἀνοιχτὸς λάκκος σύνηθ. Ἡ μαερεία ἀνοιχτὸ ἔν᾿, κέπασο τὸ χαλκοπούλλ’ (μαερεία=φαγητόν, χαλκοπούλλ’=μικρὰ χαλκίνη χύτρα) Ὄφ. Ἐκοιμέθα ἀνοιχτὸς κ᾽ ἐπάγωσα Χαλδ. || Ποίημ. Ἀγάληˬα ἀγάληˬα ἀκλούθα με, | πατέρα, μὴ βαρέσῃς, εἶναι τὰ μνήματ’ ἀνοιχτά, | βάστα με μὴ μοῦ πέσῃς ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,84. Συνών ξέσκεπος, ξεσκέπαστος. δ) Κενός, ἀσυμπλήρωτος σύνηθ.: Δὲν ὑπαρχει θέσις ἀνοιχτή. 2) Ὁ ἐστερημένος ἐμποδίων, ἐλεύθερος πρὸς διάβασιν, ἐπὶ ὁδοῦ καὶ διόδου κοιν.: Φρ. Ὁ δρόμος εἶναι ἀνοιχτὸς κι ὅπου θέλεις πήγαινε! (πρὸς τὸν ἀπειλοῦντα ὅτι θὰ προβῇ εἰς καταγγελίαν) κοιν. Ὁ δρόμος εἶν᾽ ἀνοιχτὸς ᾿ς αὐτὴ τὴ δουλε͜ιὰ Ἀθῆν. || ᾎσμ. Νὰ βρῇς τοὶς στράτες ἀνοιχτὲς καὶ τὰ θεριὰ κλεισμένα Λεξ. Δημητρ. 3) Ὁ ἔχων εὐρὺ ἄνοιγμα, ἐπὶ ἐνδυμάτων σύνηθ.: Τὸ γελέκο εἶναι πολὺ ἀνοιχτὸ ᾿ς τὸ στῆθος. 4) Ὁ μὴ περιωρισμένος τὴν θέαν, ὁ ἔχων εὐρὺν ὁρίζοντα ἢ εὐρὺς σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. κ.ἀ.): Ἀνοιχτὸς κάμπος. Ἀνοιχτὴ θάλασσα. Ἀνοιχτὸ μέρος - πέλαγος - χωριˬό. Βγαίνω ἢ πηγαίνω ’ς τ’ ἀνοιχτὰ (ἐνν. νερὰ τῆς θαλάσσης) κοιν. || Φρ. Ἀπόμεινα ’ς τ’ ἀνοιχτὰ (εὑρέθην ἐν ἀμηχανίᾳ) ἐνιαχ. Δὲ dὰ βγάνει ’ς τὰ ἀνοιχτὰ (ἐπὶ ἀνικάνου. Συνών. φρ. δὲν τὰ βγάνει πέρα) Κρήτ. || Παροιμ. φρ. 'Σ ἀνοιχτὸ dόπο γεννήθηκα (ἐκ φύσεως οὐδὲν δύναμαι νὰ κρύπτω, ἀλλὰ μετὰ παρρησίας λέγω πάντοτε τὴν ἀλήθειαν) Κρήτ. Συνών. ἀνοιχτόκαρδος Α2. 5) Ὁ μὴ διπλωμένος, ἀναπεπταμένος κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ.): Καράβι μ᾿ ἀνοιχτὰ παννιˬὰ κοιν. Ἀνοιχτὸ παννὶ (τὸ μὴ διπλωμένον) Ὄφ. Συνών. ἀδίπλωτος 1, ἀντίθ. διπλωμένος (ἰδ. διπλώνω). 6) Ὁ διὰ μεγάλου ἀνοίγματος τῶν σκελῶν γινόμενος, ἐπὶ βηματισμοῦ Πελοπν. (Ὀλυμπ.): Ἔχουν ἀνοιχτὴ περπατησιˬὰ τ᾿ ἄλογα. 7) Ὡς οὐσ., εἶδος χοροῦ, καθ’ ὃν οἱ χορευταὶ ἀπομακρύνονται ὀλίγον ἀλλήλων Ἰων. (Κρήν) Χίος. Β) Μεταφ. 1) Ἐλεύθερος Πελοπν. (Γλανιτζ.) -Λεξ. Βλαστ. 490: Ἀνοιχτὴ ὥρα (ἡ ὥρα καθ᾽ ἣν τὰ δαιμόνια κυκλοφοροῦν ἐλευθέρως) Λεξ. Βλαστ 480. 2) Ἄστατος, ἐπὶ καιροῦ Σαμοθρ.: Ἀ᾿χτὸς γένι ἡ κιὸς σήμια, ἀποὺ bαdοῦ dοὺν παίζ’ (γένι=εἶναι). 3) Εἰλικρινὴς Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Τραπ.) κ.ἀ. -Λεξ. Αἰν. Βλαστ.: Τ᾿ ἐμὸν ὁ λόγος ἀνοιχτὸν ἔν᾿ Τραπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνοιχτόκαρδος Β1. 4) Σπάταλος, ἄσωτος Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Κρήτ. Πόντ. Στερελλ. (Αἰτωλ): Εἶνι πουλὺ ἀ᾽χτὸς Ζαγόρ. Χαμοὖν’ ἀ’χτὸς αὐτὸς κὶ θὰ πάῃ χαηˬμένους (χαμοὖν’=χάμω εἶναι=περίπου εἶναι) Αἰτωλ. Συνών. ἀδε͜ιοπούγγης 1, ἀδε͜ιοχέρης, ἀνοιχτοχέρης 2, ἁπλοχέρης, ἄσωτος, σκορπαλευρᾶς, σκορποχέρης, χουβαρdᾶς, ἀντίθ. ἀκριβάνθρωπος, ἀκριβατσίγγανος, ἀκριβοκαμένος, ἀκριβοκόπος, ἀκριβὸς Α1β, ἀκριβοσκατούλλης, ἀκριβοτζάντζαλος, ἀκριβοχέρης, σφιχτός, σφιχτοχέρης, τσιγκούνης,͵ φιλάργυρος. 5) Αἰσχρολόγος Χίος: Παραπολὺ ἀνοιχτὸς ἔγινες, δὲν ντρέπεσαι λιγάκι! 6) Ἀναιδὴς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) 7) Ὁ ἐλευθερίων ἠθῶν, ἐπὶ γυναικὸς Θήρ. Κρήτ. Μεγίστ. Πελοπν. (Λακων.) Προπ. (Πάνορμ): Ἀν-νεχτὴ κόρη Μεγίστ. Πβ. ἀνοιχτούτσικος 1. 8) Ὁ ἔχων ταχὺν ρυθμόν, ἐπὶ ᾄσματος Στερελλ. (Αἰτωλ): Ἀ᾽χτὸ τραγούδ’. Παῖξι τοὺ ἴδιον, ἀλλὰ ἀ’χτὸ νὰ τοὺ βαρέῃς. 9) Ὁ ἔχων οὐχὶ ζωηρὸν χρῶμα κοιν. καὶ Τσακων.: Ἀνοιχτὸ κόκκινο - μαῦρο - πράσινο. Φορεῖ ἀνοιχτὰ (ἐνν. ἐνδύματα) κοιν. Ἀνοιχτὸ γουναρικὸ Ἀθῆν. Ἀντίθ. βαθὺς Πβ. ἀνοιχτούτσικος 2. 10) Ὁ μὴ ἐξοφλούμενος μέχρις ἀνωτάτου τινὸς ὁρίου, ἐπὶ λογαριασμοῦ (ἐκ τοῦ Γαλλ. Compte ouvert) λόγ. κοιν.: Ἀνοιχτὸς λογαριˬασμός. || Φρ. Ἔχομε ἀνοιχτὸ λογαριˬασμό! (ἔχομεν νὰ κανονίσωμεν ἀτομικὰς ὑποθέσεις. Ἡ φρ. λέγεται ὡς ἀπειλή). 11) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἐκτελέσῃ ἀνειλημμένας χρηματικὰς ὑποχρεώσεις λόγ. κοιν.: Ἔμεινα ἢ βρέθηκα ἀνοιχτός. Εἶναι πολὺ ἀνοιχτός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/