ἀνοιχτοχέρης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοιχτοχέρης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνοιχτοχέρης ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀ᾿χτουχέρ’ς βόρ. ἰδιώμ. ἀνοιχτοέρτς Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀνοιχτέρης Μύκ. ἀνοιχτόχερος Λεξ. Ἐλευθερουδ. ἀνοιχτόερος Πόντ. (Χαλδ.) Θηλ. ἀνοιχτοχέρισσα ἐνιαχ. ἀνοιχτοέραινα Πόντ. (Κερασ.) ἀνοιχτοχεροῦ Μῆλ. Πελοπν. (Μαν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνοιχτὸς καὶ τοῦ οὐσ. χέρι. Ὁ τύπ. ἀνοιχτέρης δι’ ἀνομ. Ἰδ. ΚDieterich. Südl. Sporaden 72.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ φιλάργυρος, ἐλευθέριος, γενναιόδωρος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.): Ἀνοιχτοχέρης ἄνθρωπος Εἶναι ἀνοιχτοχέρα, δὲν τσιγκουνεύεται κοιν. Συνών. ἁπλοχέρης, γαλαντόμος, χουβαρdᾶς, ᾶντίθ. παραδόπιστος, σπαγγορραμμένος, σφιχτός, σφιχτοχέρης, τσιγκούνης. 2) Σπάταλος, ἄσωτος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Εἶναι ἀνοιχτοχέρης καὶ γιˬ’ αὐτὸ δὲν ἔχει ποτέ του λεφτὰ σύνηθ. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀνοιχτὸς Β4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/