ἄψαχνος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄψαχνος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄψαχνος ἐπίθ. Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ψαχνός.
Σημασιολογία
1) Ὁ στερούμενος ψαχνῶν, ὁ μὴ σαρκώδης, ὁ ἰσχνὸς ἔνθ’ ἀν. 2) Μεταφ. πτωχὸς Λεξ. Δημητρ.: Ἄψαχνος γαμπρός. 3) Ὁ μὴ παρέχων κέρδη, ἐπὶ ἐργασίας Λεξ. Δημητρ.: Ἄψαχνη δουλε͜ιά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA